αταρτηρός

αταρτηρός
ἀταρτηρός, -όν (Α)
1. υβριστικός, δηκτικός
2. επικίνδυνος, καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, άγνωστης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. αταρτηρός παρουσιάζει τον ίδιο σχηματισμό με το ιων. ατηρός < άτη*, δηλ. όπως aFaτārόs < aFatā προϋποτίθεται και εδώ ένα αφηρημένο ουσ. *ατάρτᾱ ή, κατ' άλλη υπόθεση, *άταρτος «αυτός που δύσκολα θραύεται, κατατρίβεται» (πρβλ. ατέραμνος, τείρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀταρτηρός — mischievous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηρόν — ἀταρτηρός mischievous masc/fem acc sg ἀταρτηρός mischievous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροῖο — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροῖς — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροῖσι — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροῖσιν — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροί — ἀταρτηρός mischievous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηροῦ — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηρούς — ἀταρτηρός mischievous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρτηρέ — ἀταρτηρός mischievous masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”